- ισομερείωση
- η χημ. η με χημική αντίδραση μετατροπή μιας χημικής ένωσης σε άλλη ισομερή της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτρονικός — ή, ό φρ. «νιτρονικό οξύ» χημ. οξύ που προκύπτει από την ισομερείωση τών νιτροπαραφινών σε αλκαλικό περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitronic acid < nitronium] … Dictionary of Greek
φωσφογλυκοζοϊσομεράση — η, Ν (βιοχ.) η ισομεράση τής φωσφορικής γλυκόζης, ένζυμο που καταλύει την αντιστρεπτή ισομερείωση τής 6 φωσφογλυκόζης προς 6 φωσφοφρουκτόζη στις πορείες τής γλυκόλυσης και τής γλυκογένεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. glucose phosphate … Dictionary of Greek